προεχόμενος

προεχόμενος
προεχόμενος , προέχω
hold before
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παπούλας, Αναστάσιος — (Μεσολόγγι 1857 – Αθήνα 1935). Έλληνας στρατιωτικός. Προεχόμενος από το στράτευμα, έφτασε μέχρι την ανώτατη βαθμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας. Έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στο Μακεδονικό αγώνα (1907), στο κίνημα του 1909,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”